Βασίλης Χαπέσιης
Ο πρόσφυγας λαϊκός ποιητής Βασίλης Χαπέσσιης |
Άφησε παρακαταθήκη στα παιδιά του, να πάρουν έστω και τα κόκαλά του για ταφή, στη γη που τον γέννησε |
Στις 11 Δεκεμβρίου 2003, έκλεισε για πάντα τα μάτια του, στα 88 του χρόνια, ένας από τους τελευταίους αυθεντικούς λαϊκούς ποιητές, ο Βασίλης Χαπέσσιης από τον Άγιο Αμβρόσιο Κερύνειας. Ο Βασίλης Χαπέσσιης πέθανε με τον καημό της προσφυγιάς και ανεκπλήρωτη -εκ των πραγμάτων- την τελευταία του επιθυμία για επιστροφή στη γη που τον γέννησε. Μια επιθυμία που εκφράζει με λυρισμό και απέραντη νοσταλγία για την πατρώα γη, σ’ ένα από τα ποιήματά του: Πον να πεθάνω μια βουλήν θ’ αφήσω των παιθκιών μου ποδά να μεν με θάψουσιν, το σώμαν μου να κάψουσιν να πιάσουν τον στακτόν μου τζιαι να τον κουμαντάρουσιν μιαν ώραν να τον πάρουσιν ποτζιεί πον το χωρκόν μου. Προβλέποντας προφανώς το δύσκολο του εγχειρήματος, αυτής της τελευταίας του επιθυμίας, σε ένα άλλο από τα ποιήματά του ζητά το εξής: Τωρά θέλω που λλόου σας μιαν χάριν να ζητήσω τζιαι τούτα ούλλα στον Θεόν, σκέφτουμε να τ’ αφήσω Να πιάσουμεν τ’ αγγόνια μας τζιαι να τους το λαλούμεν πως εν ποτζιεί οι τόποι μας τζι όι ποδά που ζιούμεν Διότι φεύκουν οι παλιοί ως που περνούν τα χρόνια τζιαι τζείνοι πον να μείνουσιν, ένι παιθκιά τζι αγγόνια Τζιαι πρέπει να τους κάμουμεν για να τους αγαπήσουν μιαν ώραν εις τους τόπους μας ούλλοι τους να γυρίσουν Τζ’ όταν τα καταφέρουσιν να παν εις τα χωρκά μας νάρτουσιν να αννοίξουσιν ούλλους τα μνήματά μας τζιαι να τα πάρουν να θαφτούν ποτζεί τα κόκκαλά μας. Ο Βασίλης Χαπέσσιης γεννήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου του 1916 στον κατεχόμενο Άγιο Αμβρόσιο Κερύνειας. Για την καταγωγή του λέει ο ίδιος στη σύντομη αυτοβιογραφία του: -Ήμουν παιδίν μιας μεγάλης οικογένειας με έντεκα παιδκιά. Έννεν υπερβολή να σας πω ότι ετέλειωσα το δημοτικόν τζιαι δεν εφόρεσα παπούτσια. Επίσης, εχαρτώθηκα για να ππέσω πάνω σε κρεβάτιν. Στο πατρικό μου επέφταμεν δκυο-δκυο, κόμα τζιαι τρεις, πάνω σε ψαθίν. Ο Βασίλης αγαπούσε πολύ τα γράμματα. Αξιώθηκε όμως, να τελειώσει μόνο το δημοτικό, όπου ήταν άριστος μαθητής. Στη συνέχεια, ρίχτηκε με τα μούτρα στη βιοπάλη. Πλανοδιοπώλης, εργάτης, μεταλλωρύχος, καφετζής, βοσκός, λαουτάρης και πολλές άλλες δουλειές του ποδαριού. Με σκωπτική διάθεση αναφέρεται στην αυτοβιογραφία του, σε ένα απ’ αυτά τα επαγγέλματα: -Έκαμα κοντά τέσσερα γρόνια βοσκός. Και την ποίηση την προώθησα όταν ήμουν βοσκός. Είχα και μιαν ερωτική απογοήτευση και νομίζω ότι τζιαι τζείνον έπαιξεν ρόλον. Τωρά κάτι άλλο σκέφτουμαι κάποτε, τζιαι γελώ με τον εαυτό μου. Μια παλιά παροιμία λαλεί: «Μιαν ημέραν βοσκός, σαράντα μέρες πελλός». Εγιώ που έκαμα κοντά τέσσερα γρόνια βοσκός, εν να πεθάνω τζιαι δεν θα ξηχρεώσω;» Από πολύ μικρός ο Χαπέσσιης ασχολήθηκε με την παραδοσιακή μουσική, τα τσιαττιστά και την ποίηση. Η πρώτη του επαφή, όπως περιγράφει ο ίδιος, ήταν μέσω των ποιητικών φυλλάδων που του αγόραζε ο πατέρας του. – Τωρά, το άλλο ζήτημα, πώς ακολούθησα την ποίηση. Αγαπούσα πολλά τα τραούδκια που μιτσής. Ο πατέρας μου, όπου εύρισκεν ποιητάρηδες που επουλούσαν ποιήματα, μου τα αγόραζεν. Δαμαί πρέπει να πούμεν, πριν εν είσσιεν ράδια ούτε τηλεόραση να ακούει ο κόσμος τι εγίνετουν. Υπήρχαν οι εφημερίδες, αλλά μεσ’ στα χωρκά ήταν κάπως σπάνιον να φτάσουν. Τα μόνα μέσα που υπήρχαν τότες για να μάθει ο κόσμος για φόνους, για αυτοκτονίες, για ληστείες ήταν οι ποιητάριες με τες φυλλάδες τους τζιαι τα ποιήματά τους, που γύριζαν τα παναϋρκα, τες πόλεις, τζιαι τα χωρκά. Ετραουδούσαν τα ποιήματά τους τζι ο κόσμος εγόραζεν τα για να δκιαβάσουν τα κοπελλούθκια τους, γιατί οι παραπάνω τότες ήτουν αγράμματοι. Ο λαϊκός ποιητής Βασίλης Χαπέσσιης ήταν άνθρωπος με έντονη συναισθηματική φόρτιση, κι αυτό φαίνεται μέσα από τα ποιήματά του. Τον διέκρινε η διορατικότητα και η οξυδέρκεια. Οι στίχοι του μεστοί σε νόημα και περιεχόμενο είχαν τη σφραγίδα της γνήσιας λαϊκής θυμοσοφίας και την αυθεντικότητα του λαϊκού φιλόσοφου. Κοινωνικά ευαισθητοποιημένος, με έντονη κριτική διάθεση, στηλίτευε με τα ποιήματά του την αδικία, εξυμνώντας παράλληλα την ανθρωπιά, την εργατικότητα και το φιλότιμο. Ο Βασίλης Χαπέσσιης δεν παρέλειπε σε κάθε ευκαιρία να παρέμβει ποιητικά και με παρρησία, στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Χαρακτηριστικοί τίτλοι μερικών από τα ποιήματά του είναι: – Χώστε τους μεσ’ στο μαύρον – Πρέπει να γίνει αλλαγή – Αν αρωτήσουν τους νεκρούς – Να συχγωρέσω μάλιστα, μα να ξηχάσω όι – Ποιους να πρωτοτιμάσω; και πολλά άλλα. Ο Χαπέσσιης – πρόσφυγας ο ίδιος- τραγούδησε με πόνο και μεράκι τον καημό των ξεριζωμένων αναθεματίζοντας παράλληλα τους αίτιους της μεγάλης συμφοράς. Μερικοί χαρακτηριστικοί τίτλοι ποιημάτων του με κύριο θέμα την προσφυγιά είναι οι εξής: – Πέρκι έχουν το ανάθθεμαν – Μεν κλαίεις Πενταδάκτυλε – Το Χρέος – Πρόσφυγα πρέπει ν’ αγρυπνάς – Η ιστορία να γραφτεί – Για το χωρκόν μου Εκεί όμως που ξεχώριζε ο Βασίλης Χαπέσσιης ήταν στα ερωτικά δίστιχα και τα τσιαττιστά. Η αμεσότητα του λόγου, το κοφτερό μυαλό και ο λυρισμός ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά στους στίχους του που τον έκαναν ευρύτερα γνωστό και αγαπητό σ’ ολόκληρη την Κύπρο. Για πολλές δεκαετίες συμμετείχε ανελλιπέστατα σε μεγάλους ποιητικούς διαγωνισμούς, σε όλη την Κύπρο. Τι γράφει η Αθηνά Ταρσούλη Στον Α’ τόμο της για την Κύπρο η Αθηνά Ταρσούλη αναφερόμενη στη λαϊκή ποίηση του τόπου, περιγράφει έναν ποιητικό διαγωνισμό στην Κερύνεια το 1952 στον οποίο συμμετέχει κι ο Βασίλης Χαπέσσιης. «.Στο πρόγραμμα της βραδιάς σημειώνεται η λέξη τσιαττίσματα και, πιο κάτω, τραγούδια δίστιχα. Είναι τώρα η σειρά του ποιητικού διαγωνισμού, όπου θα λάβουν μέρος οι αυτοσχέδιοι ποιητάρηδες των βουνών και των κάμπων της Κύπρου, με το έμφυτο μέσα τους και αυθόρμητο στιχουργικό δαιμόνιο. Οι δύο αντίπαλοι ποιητάρηδες που θα επιδείξουν απόψε τη δύναμή τους σε τούτο το δύσκολο αγώνισμα είναι ο Μιχάλης Πέσιογκες και ο Βασίλης Χαπέσιης, δύο απλοϊκοί μα πανέξυπνοι αγρότες από το χωριό Άγιος Αμβρόσιος της Κερύνειας. Αρχίζουν λοιπόν με δυνατή φωνή και με τη χαρακτηριστική κυπριώτικη ντοπιολαλιά να προκαλούν ο ένας τον άλλον πάνω στο ζήτημα του ποιητικού των ανταγωνισμού, με πρόθεση ποιος από τους δύο θα πει τα περισσότερα ειρωνικά λόγια τόσο για τη στιχουργική αξία όσο και για τα σωματικά ακόμη ελαττώματα του αντιπάλου του.»
|
Μιχάλης Πέσιογκες
Γιώργος Χαπέσιης
Σάββας Χ΄΄Ιωήλ Φτωχού
Κυριάκος Φωτίου (Χωματάς)
Μιχάλης Παπαχαραλάμπους (Κοντομιχάλης)
Κυριάκος Χαπέσιης
Φώτης Βασίλη
Κυριάκος Τζιώρτζη (Κάκουρας)